διαίρομαι

διαίρομαι
διαίρω
raise up
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαίρω — (AM) [αίρω] μσν. παίρνω μαζί μου κάτι κρυφά από τους άλλους αρχ. 1. ανυψώνω, εγείρω, σηκώνω 2. εξεγείρω, παρακινώ 3. μεταφέρω, μετακινώ 4. διαίρομαι α) διογκώνομαι, ανυψώνομαι β) (η μτχ. παρακμ.) διηρμένος αυτός που έχει μεγαλοπρεπές ύφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”